Χαρακτηριστικό γνώρισμα των πολιτισμών που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο των μεγάλων αυτοκρατοριών ήταν η πολυσυλλεκτικότητα. Στην οθωμανική αστική μουσική ειδικότερα, που όπως είδαμε γεφύρωσε την κοσμική με την ιερή σφαίρα, την πόλη με την ύπαιθρο, την «υψηλή» με τη «λαϊκή» μουσική, συνεισφέρουν, από τον 17ο αιώνα και έπειτα, όχι μόνο Μουσουλμάνοι αλλά και μέλη των μη μουσουλμανικών εθνοθρησκευτικών κοινοτήτων της οθωμανικής επικράτειας, όπως Ρωμιοί (χριστιανοί ορθόδοξοι Οθωμανοί υπήκοοι), Αρμένιοι, και Εβραίοι. Οι διακοινοτικές σχέσεις δεν ήταν φυσικά πάντα αρμονικές αφού δομούνταν με θεμέλιο τη θεσμικά κατοχυρωμένη πρωτοκαθεδρία των μουσουλμάνων. Ιδίως από το 19ο αιώνα και μετά, με την ανάπτυξη του εθνικισμού, οι εθνοθρησκευτικές κοινότητες αρχίζουν να προσδιορίζονται ολοένα περισσότερο ως εθνικές κοινότητες και να αναπτύσσουν ανταγωνιστικές νεωτερικότητες. Η οθωμανική αστική μουσική παρέμεινε πάντως χώρος σύμπραξης, δια-πολιτισμικής ώσμωσης, και διαμοιρασμού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι ανταγωνισμοί δεν εγγράφονται και στο μουσικό πεδίο.
Επιφανείς μουσικοί, όπως αυτοί που εργάζονταν στο Παλάτι, είχαν συχνά μια μουσική ευρυμάθεια και παιδεία που τους επέτρεπε να δραστηριοποιούνται σε διαφορετικά μουσικά περιβάλλοντα. Δεν ήταν σπάνιο να γνωρίζουν καλά τη λειτουργική παράδοση της κοινότητάς τους (εβραϊκή, χριστιανική ή μουσουλμανική) και την κεντρική μουσική παράδοση της αυλής, καθώς και άλλα δημοφιλή αγροτικά ή αστικά είδη, όπως τα φαναριώτικα τραγούδια, και δυτικά μουσικά στυλ. Αυτό το μοντέλο «πολυ-μουσικότητας» τους έδινε πρόσβαση στα διαφορετικά αυτά περιβάλλοντα, τα οποία συνέδεαν μέσα από τις μουσικές «διαδρομές» τους, ως πολιτισμικοί διαμεσολαβητές.
Η παρουσία Ρωμιών και γενικότερα μη μουσουλμάνων μουσικών στην αυτοκρατορική αυλή εδραιώθηκε το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα. Διακρίθηκαν αρχικά ως οργανοπαίχτες και συνθέτες σε οργανικές φόρμες, και αργότερα, από τον 18ο αιώνα, και σε φωνητικές φόρμες. Οι Ρωμιοί συνθέτες που παρουσιάζονται εδώ έδρασαν σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Έτσι, το έργο και η μουσική τους πορεία διαμορφώθηκαν από την εποχή στην οποία έζησαν και από τις επιλογές μουσικής σταδιοδρομίας που τους προσφέρονταν. Επίσης, παρότι Ρωμιοί, δεν ανήκαν σε μια ομοιογενή ομάδα: ορισμένοι ήταν ενεργά μέλη στους κύκλους του Πατριαρχείου, έψαλλαν σε ναούς της πόλης και διέπρεψαν ως θεωρητικοί, συνθέτες ή/και μουσικοδιδάσκαλοι της εκκλησιαστικής μουσικής. Κάποιοι ανήκαν σε ανώτερα στρώματα, όπως οι ελληνόφωνες ελίτ που συμμετείχαν στην οθωμανική διοίκηση ή ο ανώτερος κλήρος, ήταν εύποροι έμποροι ή λόγιοι. Πολύ περισσότεροι ήταν οι μουσικοί με ταπεινή, λαϊκή καταγωγή, που δημιούργησαν και έπαιξαν κατά βάση κοσμική μουσική. Όλοι ήταν Ρωμιοί, όμως εθνοτικά, γλωσσικά ή κοινωνικά μπορεί να διέφεραν πολύ.
Αξίζει να σημειωθεί τέλος ότι πέρα από τους επώνυμους μουσικούς ή συνθέτες, Ρωμιούς ή άλλους, που κατέγραψε η ιστορία, υπάρχει πλήθος άλλων, αφανών μουσικών. Έδρασαν στους χώρους των κέντρων ή και του Παλατιού, άφησαν το ηχητικό τους αποτύπωμα στους ναούς, τις συναγωγές, και τους τεκέδες της πόλης, όχι όμως και στις γραπτές πηγές. Η συνειδητοποίηση αυτή οδηγεί σήμερα τους ιστορικούς να επανεξετάσουν τον προσωποκεντρικό τρόπο με τον οποίο έχει γραφτεί η ιστορία της οθωμανικής μουσικής.
Τα βιογραφικά στοιχεία και οι χρονολογίες για τους Ρωμιούς συνθέτες που παρουσιάζονται δίνονται με επιφύλαξη. Αντανακλούν την εξής πραγματικότητα: οι πηγές άλλοτε συμφωνούν, άλλοτε διαφωνούν, ενώ κάποτε σιωπούν. Έτσι, για παράδειγμα, οι χρονολογίες γέννησης και θανάτου, όταν δίνονται στις πηγές, σπάνια ταυτίζονται. Συχνά είναι πολύ δύσκολο να αντιστοιχήσουμε μεταξύ τους ονόματα που συναντούμε στις πηγές ή να τα ταυτοποιήσουμε με ιστορικά πρόσωπα. Ειδικά μεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών πηγών μπορεί να υπάρχει ασυμφωνία, ή για το ίδιο ιστορικό πρόσωπο να παρουσιάζονται διαφορετικές πτυχές του βίου και της μουσικής του προσωπικότητας. Το να αποφανθούμε για την ορθότητα μίας εκδοχής έναντι μιας άλλης θα προϋπέθετε ενδελεχή ιστορική έρευνα, με αβέβαιο και πάλι αποτέλεσμα. Έτσι, ο στόχος μας είναι περισσότερο να ανασυνθέσουμε, αποσπασματικά έστω, όψεις από το μουσικό βίο κάποιων από τους επιφανείς Ρωμιούς συνθέτες, από εκείνους δηλαδή για τους οποίους μιλούν οι πηγές. Να δώσουμε μια εικόνα των συναντήσεων και συναναστροφών τους με συναδέλφους μουσικούς, θεωρητικούς, και συνθέτες, και των διαδρομών τους μέσα στην πόλη, είτε αυτές οδηγούν στο Παλάτι, την εκκλησία ή άλλους ιερούς χώρους, τις ταβέρνες και τα κέντρα αναψυχής.
Επιλέγοντας τα βελάκια και τις αντίστοιχες χρονολογίες, μπορείτε να περιηγηθείτε στο χρονολόγιο και τα μουσικά πορτρέτα των συνθετών.
Το έργο «Συναύγεια: Ρωμιοί Συνθέτες της Πόλης» υλοποιήθηκε το 2024 με την παροχή αιγίδας και οικονομικής επιχορήγησης του Υπουργείου Πολιτισμού.
Πολιτική Απορρήτου Όροι Χρήσης Πηγές Συντελεστές Παρουσίαση Επικοινωνία
© 2024 Labyrinth Musical Workshop